
Αλ Πατσίνο: Το μικρό αγόρι πίσω από τον σούπερ σταρ
επιστροφή
Για να διαβάσετε την υπόλοιπη είδηση πηγαίνετε παρακάτω και πατήστε το κουμπί Διάβασε Περισσότερα. Αν σας ενδιαφέρει κάποια από τις διαφημίσεις μας, είστε καλοδεχούμενοι να την πατήσετε. Με αυτό τον τρόπο μας δίνετε τα απαιτούμενα κονδύλια για να συνεχίσουμε να "φουσκώνουμε" για σας. Συντηρείτε επίσης τις οικογένειες των ανθρώπων που δουλεύουν στον όμιλο των sites μας fouska.eu-topigadi.eu.
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
επιστροφή
Με το μοναδικό του Οσκαρ για το «Αρωμα γυναίκας» (1993)
Ρίχνει φως στη σχέση του με την οικογένεια, τους φίλους και τους συνεργάτες του, καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στην πορεία του προς τη δόξα. Και παρά τη διασημότητά του, το εκπληκτικό είναι ότι ο μεγάλος ηθοποιός χρησιμοποιεί μια ειλικρινή γλώσσα που μας επιτρέπει να συνδεθούμε μαζί του, να μπούμε στη θέση του. Γιατί, όπως επισημαίνει ο ίδιος: «Η τέχνη είναι ένα παράθυρο στον κόσμο αλλά και ένας καθρέφτης της ψυχής μας. Ενας δρόμος προς την αυτογνωσία και εντέλει την ευτυχία».
Στη Νέα Υόρκη (1979)
Στα μέσα του βιβλίου, ο Αλ Πατσίνο θυμάται την ένταση που δημιουργήθηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων του «Νονού» στη Σικελία. Ηταν στη σκηνή του γάμου με την ηθοποιό Σιμονέτα Στεφανέλι και σε μια στιγμή ο σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα του ζήτησε να μιλήσει με κάποιους ντόπιους.
Με τους Τζέιμς Κάαν, Μάρλον Μπράντο και Τζον Καζάλ στον «Νονό» (1972)
Κανένας από τους κομπάρσους δεν καταλάβαινε αγγλικά και ο Πατσίνο, παρότι μεγάλωσε σε ένα ιταλικό σπιτικό στη Νέα Υόρκη, δεν μιλούσε τη γλώσσα των παππούδων του. Αργότερα, ο Κόπολα ζήτησε από τη νύφη και τον γαμπρό να χορέψουν μαζί ένα βαλς αλλά ο Πατσίνο δήλωσε ξανά ότι δεν μπορεί. Προς το τέλος της σκηνής, το ζευγάρι έπρεπε να φύγει με αυτοκίνητο, αλλά ο Πατσίνο, ως τυπικός Νεοϋορκέζος, δεν ήξερε να οδηγεί.
Αυτή ήταν και η στιγμή που ο σκηνοθέτης έχασε την ψυχραιμία του. «Γιατί σε προσέλαβα;», φώναξε εκνευρισμένος στον Πατσίνο, «τι μπορείς να κάνεις τελικά;». Πάρα πολλά, απ’ ό,τι απέδειξε ο αγαπημένος πρωταγωνιστής.
Το «Sonny Boy» (παρατσούκλι του Πατσίνο από το ομώνυμο τραγούδι του Αλ Τζόλσον που κυκλοφόρησε το 1928) ξεκινά με μια συναρπαστική αφήγηση των μεταπολεμικών παιδικών χρόνων του που πέρασαν πηδώντας πάνω από στέγες πολυκατοικιών και καπνίζοντας τσιγάρα σε σκοτεινά σοκάκια.
Οι γονείς του Πατσίνο χώρισαν προτού εκείνος κλείσει τα δύο του χρόνια. Ο πατέρας του, βετεράνος πολέμου, παρόλο που τους εγκατέλειψε, άνοιξε αργότερα ένα εστιατόριο στην Καλιφόρνια για να εκμεταλλευτεί τη φήμη του γιου του. Ο Αλ μαζί με τη μητέρα του μετακόμισαν στους γονείς της, οι οποίοι είχαν ένα μικρό διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Μπρονξ. Το σινεμά ήταν συχνά η μόνη ψυχαγωγία για τον μικρό Σόνι και την καταπονημένη μητέρα του. Ο παππούς του εργαζόταν ως σοβατζής και μάλιστα είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη από μια πόλη της Σικελίας που ονομαζόταν Κορλεόνε.
Με τη γιαγιά του (40s)
Το γεγονός ότι ήταν παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας ήταν το τραύμα που καθόρισε τον Πατσίνο, όπως και οι ψυχικές παθήσεις της μητέρας του, η οποία υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει όταν εκείνος ήταν μόλις 6 ετών, πεθαίνοντας τελικά από υπερβολική δόση όταν είχε γίνει 22 ετών.
Παρά το γεγονός ότι στο περιβάλλον του οι νεανικές συμμορίες που διακινούσαν ναρκωτικά και αλκοόλ ανθούσαν, ο Πατσίνο περιγράφει ότι η μητέρα του ήταν αυστηρή και συχνά του απαγόρευε να παίζει στη γειτονιά μετά τη δύση του ηλίου και κατά συνέπεια «με απέτρεπε από το μονοπάτι που οδηγούσε στην εγκληματικότητα, τον κίνδυνο και τη βία».
Με τους γονείς του (1940)
Ως έφηβος, του άρεσε να παίζει μπέιζμπολ, αλλά διέπρεψε στην υποκριτική σε σχολικές θεατρικές παραστάσεις. Εκείνες οι ερμηνείες ήταν αρκετά πειστικές για να τον χαρακτηρίσουν ως «τον επόμενο Μάρλον Μπράντο». «Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν ηθοποιό είναι να παραμείνει πιστός στον εαυτό του», δηλώνει ο ίδιος σήμερα με μια επαγγελματική εμπειρία που ξεπερνά τις πέντε δεκαετίες σε πρωτοκλασάτους ρόλους.
Εφηβος (1955)
Η γλώσσα του Πατσίνο στο «Sonny Boy» είναι άμεση και προσωπική. Περιγράφει τη ζωή του συνδυάζοντας την αφήγηση με την αναστοχαστική σκέψη. Οι αναμνήσεις του είναι γεμάτες ζωντανές εικόνες και συναισθηματική ένταση, προσφέροντας μια μοναδική οπτική για τη ζωή ενός από τους πιο εμβληματικούς ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα:
«Το 2001 μπήκε δυναμικά. Η Μπέβερλι Ντ’ Αντζελο κι εγώ κάναμε ετεροθαλή ζυγωτικά δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Συνολικά είχα τρία παιδιά, τα δύο μωρά, τον Αντον και την Ολίβια, και την έφηβη κόρη μου, την Τζούλι. Πώς να μην ήμουν ευτυχής; H Μπέβερλι κι εγώ δεν τα βρίσκαμε σχετικά με τον τόπο διαμονής μας όμως. Η ζωή της ήταν αποκλειστικά στο Λος Αντζελες. Η Νέα Υόρκη ήταν το σπίτι μου.Πάντα εκεί ήθελα να μείνω.
Και πάλι με την Κίτον στον «Νονό» (1972)
Ο ψυχίατρός μου με είχε προειδοποιήσει να μη μετακομίσω στο Λος Αντζελες. Αλλά εγώ πήγα έτσι κι αλλιώς. Στα 60 μου βρέθηκα με μια νέα ζωή σε μια νέα πόλη. Δεν είχα ιδέα πώς να κινηθώ στο Λος Αντζελες. Αδυνατούσα να κατανοήσω τις κοινωνικές δυναμικές. Ηξερα ότι μπορούσα να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη όποτε μου το επέτρεπαν οι συνθήκες».
«Σέρπικο» (1973)
«Κάποτε γνώρισα έναν τύπο που είχε μεγάλη εξουσία στο Χόλιγουντ. Αν τον αποκαλούσες παραγωγό, θα τον υποτιμούσες - ήταν επικεφαλής των πάντων. Δεν τον είχα ξαναδεί επειδή πήγαινα σπάνια στο Χόλιγουντ, δεν ήξερα ποιος είναι. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ποτέ δεν ήξερα ποιοι ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους μιλούσα στο Λος Αντζελες, εκτός αν τους είχα δει σε κάποια ταινία. Γνώρισα, λοιπόν, αυτόν τον τύπο ένα βράδυ που ήμουν σε κάποιο εστιατόριο και περνούσα πολύ καλά. Είχα κόψει το ποτό, αλλά εξακολουθούσε να με κυβερνά μια τρέλα που με ωθούσε σε παρορμητικές πράξεις. Είχα τα κέφια μου, είχα περάσει τα 60, είχα όμως ακόμη ενέργεια.
Ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ με το έργο «Η τίγρη φοράει γραβάτα;» (1969) Με την Ντάϊαν Κίτον στο «Νονό 3»
Τον γνώρισα τυχαία, δεν ήξερα ποιος είναι. Αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, διασκέδασα με αυτόν τον πολύ σημαντικό τύπο. Εκείνο το βράδυ η επιθυμία μου να κάνω φιγούρα είχε χτυπήσει κόκκινο. Δεν υποκρινόμουν σε κανέναν και αυτό κάποιες φορές αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση. Λίγες ημέρες αργότερα μου τηλεφώνησε ο ατζέντης μου. Μου είπε ότι ο τάδε θέλει να με συναντήσει στο γραφείο του, στην κορυφή του Χόλιγουντ, ότι ήταν μαζί μου τις προάλλες και με βρήκε ξεκαρδιστικό. “Σοβαρά τώρα;”, σκέφτηκα. Δεν μπορώ να γίνω αστείος κατά παραγγελία. Ρωτήστε και τους συνεργάτες μου, δεν έχω πάντα πλάκα. Ποιος ο λόγος να συναντήσω αυτό τον τύπο; Ελπίζω να μην περιμένει να επαναλάβω την “παράσταση” που έδωσα την προηγούμενη φορά».
«Πώς και είμαι ακόμη ζωντανός; Nα ήταν τύχη; O Tσέχοφ, ο Σαίξπηρ; Η πρώτη μου συνάντηση με τον Τσάρλι (σ.σ.: Λότον); Ή μήπως ο παππούς και η γιαγιά μου που μου φώναζαν στην ταράτσα “Σόνι Μπόι, δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου! Ελα, έχουμε στρώσει βραδινό!”.
Ο σπουδαίος Τσάρλι Λότον μού είχε πει κάποτε: “Εδώ σε έχω!”, και μου έδειξε την καρδιά του. “Μην ανησυχείς για εμένα. Εχω τα νυχτερινά μου όνειρα, τις αναμνήσεις, τη φαντασία μου. Θα είμαι μια χαρά”. Προς το τέλος της ζωής του ο Τσάρλι μου είχε πει “Είσαι θαύμα, Αλ, θαύμα”. Φυσικά και δεν τον πίστεψα. Αλλα ήξερα τι εννοούσε. Η ζωή μου ήταν ένα άπιαστο όνειρο… Νομίζω ότι το πιο θλιβερό πράγμα όταν πεθαίνεις είναι ότι χάνεις τις αναμνήσεις σου. Οι αναμνήσεις μοιάζουν με φτερά, σε κάνουν να πετάς, όπως ένα πουλί στον άνεμο. Αν σταθώ αρκετά τυχερός, αν πάω στον παράδεισο, ίσως ξανανταμώσω με τη μητέρα μου. Το μόνο που θέλω είναι να μου δοθεί η ευκαιρία να την πλησιάσω, να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω: “Μαμά, είδες τι κατάφερα;”»
Με τον θεατρικό συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ (00s)
Κάνε μας Like στο Fouska.eu και μπες κι εσύ στη Φούσκα! ⇒
Πηγή: www.protothema.gr Αρχική
ΔΕΙΤΕ ΜΑΖΕΜΕΝΑ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΝΤΕΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΣΤΟ TOPIGADI.EU