
Ελένη Γεωργακοπούλου: Στη σκηνή με τον Σαίξπηρ της νέας εποχής
Αφησε τη γενέτειρα Πάτρα για να δοκιμαστεί στην απέραντη Αθήνα και βρέθηκε στο πλευρό του Βασίλη Μπισμπίκη σε μια σαρκαστική εκδοχή του «Εμπόρου της Βενετίας». Η ταλαντούχα ηθοποιός έχει πολλούς λόγους να μη θέλει να αλλάξει ούτε κόμμα στην ιστορία της
Για να διαβάσετε την υπόλοιπη είδηση πηγαίνετε παρακάτω και πατήστε το κουμπί Διάβασε Περισσότερα. Αν σας ενδιαφέρει κάποια από τις διαφημίσεις μας, είστε καλοδεχούμενοι να την πατήσετε. Με αυτό τον τρόπο μας δίνετε τα απαιτούμενα κονδύλια για να συνεχίσουμε να "φουσκώνουμε" για σας. Συντηρείτε επίσης τις οικογένειες των ανθρώπων που δουλεύουν στον όμιλο των sites μας fouska.eu-topigadi.eu.
Στο βάθος, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια της μονάδας στοιχειώνουν τη βιομηχανική ιστορία του Κηφισού, σαν εκεί να εξακολουθεί να ακούγεται ο θόρυβος από τις μπομπίνες, οι μηχανές από τα στριπτήρια και οι φωνές των εργατών. Ο ψηλοτάβανος χώρος, το σύμπαν που αναδιαμορφώθηκε με κόπο από την ομάδα Cartel. Εκεί συναντώ την Ελένη Γεωργακοπούλου, που στην παράσταση παίζει την κόρη του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ, τον οποίο ενσαρκώνει ο Βασίλης Μπισμπίκης.
«Επίκαιρο και σήμερα, το έργο αγγίζει ένα πλήθος θεματικών και η διασκευή του μπορεί να συγκινήσει τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Κάθε χαρακτήρας διανύει τη δική του πορεία και κουβαλά μια ξεχωριστή ιστορία, ειπωμένη από τη δική του οπτική. Και αυτό είναι το μαγικό με μια παράσταση: κάθε θεατής τη βιώνει διαφορετικά, ενεργοποιεί τη φαντασία του για να κουμπώσει στη δική μας αφήγηση», με εισάγει στην ατμόσφαιρα του έργου. Ο ανατρεπτικός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις μεταφέρει το σαιξπηρικό έργο στο σήμερα, σε μια παράσταση πολιτική και πανκ, η οποία όμως μένει πιστή στη διαχρονική δύναμη των κεντρικών θεματικών του πρωτότυπου: τη Δικαιοσύνη, τη διαφορετικότητα, την εκδίκηση, αλλά και τη δύναμη της αγάπης και της φιλίας.
Ο Γκραουζίνις υπήρξε δάσκαλος της Ελένης στις σπουδές της στη Δραματική Σχολή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. «Και συνεχίζει να είναι δάσκαλος. Δίνει πολλή ελευθερία στον ηθοποιό γιατί είναι μια σχέση αμφίδρομη. Δίνεις και παίρνεις αντίστοιχα, είναι συλλογική η προσπάθεια, δεν καταφέρνεις κάτι μόνος σου. Εχει, λοιπόν, βαθιά αγάπη για τον ηθοποιό και για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Ξέρει πώς να σε διαβάσει και να σου βγάλει τον καλύτερό σου εαυτό. Ο,τι σκοτάδι κι αν φέρει μαζί του ο καθένας, εκείνος ψάχνει το φως. Μετατρέπει μια απλή ρεαλιστική στιγμή σε ποίηση και κάθε φορά με έναν μαγικό τρόπο», αναφέρει με ευγνωμοσύνη η Ελένη.
Οσο για την εμπειρία της με την ομάδα Cartel, συμπληρώνει: «Από την πρώτη κιόλας μέρα, η ομάδα μάς αγκάλιασε. Εχουμε κοινό κώδικα, υπάρχει σύμπνοια και μια ειλικρινής αλληλοκατανόηση. Με έναν θίασο όταν αλληλεπιδράς καθημερινά σε έναν χώρο όπως αυτόν του θεάτρου -τόσο ασταθή και ανασφαλή- ξεγuμvώνεσαι. Η σχέση παύει να είναι απλά συναδελφική, έτσι το βιώνω. Οταν βρίσκεσαι μέσα στη διαδικασία και κουβαλάς μαζί σου όλα τα βάρη του κόσμου σου μέχρι να φτάσεις στην πρόβα, η καθημερινότητα μπορεί να μοιάζει δυσκίνητη. Κι όμως, κάθε φορά που σκέφτομαι όλες αυτές τις στιγμές της προετοιμασίας, τις πρόβες, νιώθω πως αν κάτι άλλαζε, θα ήταν λάθος. Γιατί ακόμη και μέσα στις πιο άσχημες μέρες, όταν ο δικός σου κόσμος συναντά τον κόσμο του άλλου μπορεί να προκύψουν διαμαντάκια. Με εμπνέει το κάθε λάθος, κάθε μέρα -καλή ή κακή, παραγωγική ή μη- είναι πλέον μέρος της παράστασης. Εχει εγγραφεί στο σώμα και στη μνήμη μας.

Είναι κοινό βίωμα πια που θα μας ακολουθεί, ακόμα και όταν όλα έχουν σιγήσει». Τελικά τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου; «Οταν κάτι είναι πανανθρώπινο και ταυτόχρονα νιώθεις ότι γράφτηκε για σένα. Οταν κάτι συνδέεται με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, σκέψεις που κάποιος νους δεν τολμά να κάνει, επιθυμίες που δεν εκφράζει, ένστικτα και φόβους που πνίγει. Οταν κάτι μιλά για τον άνθρωπο και αφορά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό παίζονται συχνά έργα από την αρχαιότητα και κλασικά και μας αφορούν όλους ακόμη και σήμερα. Εχουν μια απίστευτη καθολικότητα. Σαν να μην έχει αλλάξει ο ψυχισμός του κόσμου παρά το πέρας των αιώνων. Αυτό είναι τρομακτικά εντυπωσιακό».
Ενιωσε όταν ξεκινούσε στο έργο ότι υπήρξαν στιγμές σαν κενές σελίδες, αναρωτιόταν πού θα τους βγάλει; «Φυσικά, και συνεχίζω να το νιώθω. Κάθε μέρα είναι μια αναμέτρηση με την ανασφάλεια του αν τελικά θα πετύχει - κι αυτό δεν το ξέρεις μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος θεατής. Μόνο τότε καταλαβαίνεις αν όλα τα κομμάτια έχουν δέσει. Δεν είναι εύκολο. Βρίσκεσαι σε μια θέση με δημόσια φωνή και υπάρχει ευθύνη απέναντι στον θεατή. Ο,τι κάνεις επί σκηνής, το κάνεις για εκείνον. Αρα, πρωτίστως, σε ενδιαφέρει εκείνος να καταλάβει, να συνδεθεί με ό,τι του προσφέρεις. Η δική σου προετοιμασία, όμως, δεν είναι κάτι που ξεκινά με την παράσταση. Είναι ασταμάτητη δουλειά, μέρα με τη μέρα, με πείσμα και αφοσίωση.
Οταν υπάρχει πίστη στο κοινό όραμα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, όλα λειτουργούν προς τη σωστή κατεύθυνση». Τη μουσική στην παράσταση υπογράφουν ο συνθέτης και ερμηνευτής Γιάννης Μαθές και ο στιχουργός Μάνος Σαγκρής, αμφότεροι σημαντικοί δημιουργοί με διακρίσεις στο ενεργητικό τους, ενώ ο εικαστικός Παντελής Μάκκας επιμελείται το video design. Η Ελένη μού τονίζει ότι το οπτικοακουστικό είναι που δημιουργεί όλη την ατμόσφαιρα, έχει τεράστια δύναμη: «Στη σκηνή λειτουργεί σχεδόν σαν παρτενέρ, αναπνέει μαζί σου, αφήνει αποτύπωμα στον δέκτη, κάνει ένα συναίσθημα πιο πομπώδες, πιο έντονο».

Το όνομά της Ελένης Γεωργακοπούλου ήρθε στο προσκήνιο το 2022 με τον «Καλιγούλα». Τι είχε συμβεί στη ζωή της πριν; «Το ’19 αποφοίτησα από τη σχολή και αμέσως ξεκίνησα να δουλεύω. Ημουν έτοιμη να προσπαθήσω και να καταλάβω αν αυτός ο κόσμος με χωράει ή όχι. Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν στο θέατρο “Κνωσός”, μια εμπειρία που θεωρώ σταθμό και μεγάλο σχολείο για το τι πραγματικά συμβαίνει έξω από τη φούσκα των ονείρων ενός φοιτητή Δραματικής. Τώρα πια παίζω, είναι επάγγελμα, πραγματικότητα, όχι όνειρο». Στην Πάτρα μεγάλωσε, σπούδασε, οι καλύτερες μνήμες της συνδέονται με την πόλη. Πώς είναι να αφήνει τη γενέτειρα, να έχει να αντιμετωπίσει μια μεγαλούπολη όπως η Αθήνα; «Την Πάτρα την έζησα κι έφυγα όταν ένιωσα πως ήρθε η ώρα να μετακινηθώ από την ασφάλειά μου.
Ηθελα να δοκιμαστώ στη μεγάλη πόλη ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Δεν έχω ισορροπήσει ακόμη τη σχέση μου με την Αθήνα πάντως. Την ανακαλύπτω συνεχώς. Με ξαφνιάζει άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, τη μια φαντάζει αχαρτογράφητη ζούγκλα, την άλλη μου δίνει όλα όσα έψαχνα σε μια γειτονιά, σε ένα στέκι. Εχει μια δική της αντιφατική γοητεία αυτή η πόλη, όσο κι αν θες να τη μισήσεις, σε κάνει πάντα να την ερωτεύεσαι από την αρχή».
Πώς αποσυμπιέζεται ή αποστασιοποιείται από την αναλυτική πλευρά του εαυτού της που απαιτεί το θέατρο; «Είμαι λάτρης της απλής ζωής. Μια βόλτα στη φύση, μια μπίρα με αγαπημένους ανθρώπους και ουσιαστικές κουβέντες - αυτά είναι για μένα τα συστατικά της ευτυχίας. Την ίδια στιγμή απολαμβάνω και τη μοναχικότητα όμως. Μακριά από τη βαβούρα, ο χρόνος με τον εαυτό μας γίνεται πολύτιμη πολυτέλεια. Βέβαια, ο ίδιος ο χρόνος σπάνια είναι σύμμαχος. Το παράδοξο είναι πως όσο αγαπάς τη ζωή, τόσο πιο μικρές σού φαίνονται οι μέρες της».
Φαίνεται να διαθέτει το πλεονέκτημα να πειραματίζεται ως ηθοποιός με τη σκοτεινότερη πλευρά των μύθων, την πράξη της υποκριτικής σαν μια κατάσταση σωτήριας ευδαιμονίας, τολμώ να της πω, και μου το επιβεβαιώνει: «Με έλκει το σκοτεινό, όχι ως αυτοσκοπός, αλλά επειδή εκεί κρύβεται συχνά η αλήθεια που δεν λέγεται εύκολα. Στον εαυτό μας κυρίως. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να ξυπνάς το πρωί, να σηκώνεσαι και να λες “είμαι καλά”. Να βλέπεις τον κόσμο να καταρρέει και να λες “είμαι καλά”, όχι για να κρυφτείς, αλλά για να μπορέσεις να σταθείς, να βοηθήσεις, να υπάρξεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι αυτή: σε έναν κόσμο που πασχίζει να μην αισθάνεσαι καλά, να επιμένεις. Να πηγαίνεις κόντρα, προς το φως»
Make-up/Hair: Βασιλική Κουτσοθανάση.
Βοηθός φωτογράφου: Ανδρέας Μόργκαν.
Looks: Celebrity Skin. Ο Βασίλης Μπισμπίκης και η θεατρική ομάδα Cartel κάνουν επανεκκίνηση για να προτείνουν ακόμα μία φορά ένα θέατρο χωρίς στεγανά, ανατρεπτικό και ανεξάρτητο, αυθεντικά διαφορετικό κοινωνικά και πολιτικά. Με την παράσταση «Οι έμποροι της Βενετίας», εμπνευσμένο από το έργο του Σαίξπηρ, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις και με βλέμμα στραμμένο στο σήμερα με σαρκαστική διάθεση, η σαιξπηρική Βενετία επινοείται ξανά, σε μια εικόνα δυστοπική, χωρίς νερό, με άδεια κανάλια, στον βιομηχανικό χώρο Κλωσταί Πεταλούδα-Μουζάκης στο Αιγάλεω.
Στο βάθος, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια της μονάδας στοιχειώνουν τη βιομηχανική ιστορία του Κηφισού, σαν εκεί να εξακολουθεί να ακούγεται ο θόρυβος από τις μπομπίνες, οι μηχανές από τα στριπτήρια και οι φωνές των εργατών. Ο ψηλοτάβανος χώρος, το σύμπαν που αναδιαμορφώθηκε με κόπο από την ομάδα Cartel. Εκεί συναντώ την Ελένη Γεωργακοπούλου, που στην παράσταση παίζει την κόρη του Εβραίου τοκογλύφου Σάιλοκ, τον οποίο ενσαρκώνει ο Βασίλης Μπισμπίκης.
«Επίκαιρο και σήμερα, το έργο αγγίζει ένα πλήθος θεματικών και η διασκευή του μπορεί να συγκινήσει τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Κάθε χαρακτήρας διανύει τη δική του πορεία και κουβαλά μια ξεχωριστή ιστορία, ειπωμένη από τη δική του οπτική. Και αυτό είναι το μαγικό με μια παράσταση: κάθε θεατής τη βιώνει διαφορετικά, ενεργοποιεί τη φαντασία του για να κουμπώσει στη δική μας αφήγηση», με εισάγει στην ατμόσφαιρα του έργου. Ο ανατρεπτικός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις μεταφέρει το σαιξπηρικό έργο στο σήμερα, σε μια παράσταση πολιτική και πανκ, η οποία όμως μένει πιστή στη διαχρονική δύναμη των κεντρικών θεματικών του πρωτότυπου: τη Δικαιοσύνη, τη διαφορετικότητα, την εκδίκηση, αλλά και τη δύναμη της αγάπης και της φιλίας.
Ο Γκραουζίνις υπήρξε δάσκαλος της Ελένης στις σπουδές της στη Δραματική Σχολή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. «Και συνεχίζει να είναι δάσκαλος. Δίνει πολλή ελευθερία στον ηθοποιό γιατί είναι μια σχέση αμφίδρομη. Δίνεις και παίρνεις αντίστοιχα, είναι συλλογική η προσπάθεια, δεν καταφέρνεις κάτι μόνος σου. Εχει, λοιπόν, βαθιά αγάπη για τον ηθοποιό και για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Ξέρει πώς να σε διαβάσει και να σου βγάλει τον καλύτερό σου εαυτό. Ο,τι σκοτάδι κι αν φέρει μαζί του ο καθένας, εκείνος ψάχνει το φως. Μετατρέπει μια απλή ρεαλιστική στιγμή σε ποίηση και κάθε φορά με έναν μαγικό τρόπο», αναφέρει με ευγνωμοσύνη η Ελένη.
Οσο για την εμπειρία της με την ομάδα Cartel, συμπληρώνει: «Από την πρώτη κιόλας μέρα, η ομάδα μάς αγκάλιασε. Εχουμε κοινό κώδικα, υπάρχει σύμπνοια και μια ειλικρινής αλληλοκατανόηση. Με έναν θίασο όταν αλληλεπιδράς καθημερινά σε έναν χώρο όπως αυτόν του θεάτρου -τόσο ασταθή και ανασφαλή- ξεγuμvώνεσαι. Η σχέση παύει να είναι απλά συναδελφική, έτσι το βιώνω. Οταν βρίσκεσαι μέσα στη διαδικασία και κουβαλάς μαζί σου όλα τα βάρη του κόσμου σου μέχρι να φτάσεις στην πρόβα, η καθημερινότητα μπορεί να μοιάζει δυσκίνητη. Κι όμως, κάθε φορά που σκέφτομαι όλες αυτές τις στιγμές της προετοιμασίας, τις πρόβες, νιώθω πως αν κάτι άλλαζε, θα ήταν λάθος. Γιατί ακόμη και μέσα στις πιο άσχημες μέρες, όταν ο δικός σου κόσμος συναντά τον κόσμο του άλλου μπορεί να προκύψουν διαμαντάκια. Με εμπνέει το κάθε λάθος, κάθε μέρα -καλή ή κακή, παραγωγική ή μη- είναι πλέον μέρος της παράστασης. Εχει εγγραφεί στο σώμα και στη μνήμη μας.

Είναι κοινό βίωμα πια που θα μας ακολουθεί, ακόμα και όταν όλα έχουν σιγήσει». Τελικά τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου; «Οταν κάτι είναι πανανθρώπινο και ταυτόχρονα νιώθεις ότι γράφτηκε για σένα. Οταν κάτι συνδέεται με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, σκέψεις που κάποιος νους δεν τολμά να κάνει, επιθυμίες που δεν εκφράζει, ένστικτα και φόβους που πνίγει. Οταν κάτι μιλά για τον άνθρωπο και αφορά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό παίζονται συχνά έργα από την αρχαιότητα και κλασικά και μας αφορούν όλους ακόμη και σήμερα. Εχουν μια απίστευτη καθολικότητα. Σαν να μην έχει αλλάξει ο ψυχισμός του κόσμου παρά το πέρας των αιώνων. Αυτό είναι τρομακτικά εντυπωσιακό».
Ενιωσε όταν ξεκινούσε στο έργο ότι υπήρξαν στιγμές σαν κενές σελίδες, αναρωτιόταν πού θα τους βγάλει; «Φυσικά, και συνεχίζω να το νιώθω. Κάθε μέρα είναι μια αναμέτρηση με την ανασφάλεια του αν τελικά θα πετύχει - κι αυτό δεν το ξέρεις μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος θεατής. Μόνο τότε καταλαβαίνεις αν όλα τα κομμάτια έχουν δέσει. Δεν είναι εύκολο. Βρίσκεσαι σε μια θέση με δημόσια φωνή και υπάρχει ευθύνη απέναντι στον θεατή. Ο,τι κάνεις επί σκηνής, το κάνεις για εκείνον. Αρα, πρωτίστως, σε ενδιαφέρει εκείνος να καταλάβει, να συνδεθεί με ό,τι του προσφέρεις. Η δική σου προετοιμασία, όμως, δεν είναι κάτι που ξεκινά με την παράσταση. Είναι ασταμάτητη δουλειά, μέρα με τη μέρα, με πείσμα και αφοσίωση.
Οταν υπάρχει πίστη στο κοινό όραμα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, όλα λειτουργούν προς τη σωστή κατεύθυνση». Τη μουσική στην παράσταση υπογράφουν ο συνθέτης και ερμηνευτής Γιάννης Μαθές και ο στιχουργός Μάνος Σαγκρής, αμφότεροι σημαντικοί δημιουργοί με διακρίσεις στο ενεργητικό τους, ενώ ο εικαστικός Παντελής Μάκκας επιμελείται το video design. Η Ελένη μού τονίζει ότι το οπτικοακουστικό είναι που δημιουργεί όλη την ατμόσφαιρα, έχει τεράστια δύναμη: «Στη σκηνή λειτουργεί σχεδόν σαν παρτενέρ, αναπνέει μαζί σου, αφήνει αποτύπωμα στον δέκτη, κάνει ένα συναίσθημα πιο πομπώδες, πιο έντονο».

Το όνομά της Ελένης Γεωργακοπούλου ήρθε στο προσκήνιο το 2022 με τον «Καλιγούλα». Τι είχε συμβεί στη ζωή της πριν; «Το ’19 αποφοίτησα από τη σχολή και αμέσως ξεκίνησα να δουλεύω. Ημουν έτοιμη να προσπαθήσω και να καταλάβω αν αυτός ο κόσμος με χωράει ή όχι. Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν στο θέατρο “Κνωσός”, μια εμπειρία που θεωρώ σταθμό και μεγάλο σχολείο για το τι πραγματικά συμβαίνει έξω από τη φούσκα των ονείρων ενός φοιτητή Δραματικής. Τώρα πια παίζω, είναι επάγγελμα, πραγματικότητα, όχι όνειρο». Στην Πάτρα μεγάλωσε, σπούδασε, οι καλύτερες μνήμες της συνδέονται με την πόλη. Πώς είναι να αφήνει τη γενέτειρα, να έχει να αντιμετωπίσει μια μεγαλούπολη όπως η Αθήνα; «Την Πάτρα την έζησα κι έφυγα όταν ένιωσα πως ήρθε η ώρα να μετακινηθώ από την ασφάλειά μου.
Ηθελα να δοκιμαστώ στη μεγάλη πόλη ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Δεν έχω ισορροπήσει ακόμη τη σχέση μου με την Αθήνα πάντως. Την ανακαλύπτω συνεχώς. Με ξαφνιάζει άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, τη μια φαντάζει αχαρτογράφητη ζούγκλα, την άλλη μου δίνει όλα όσα έψαχνα σε μια γειτονιά, σε ένα στέκι. Εχει μια δική της αντιφατική γοητεία αυτή η πόλη, όσο κι αν θες να τη μισήσεις, σε κάνει πάντα να την ερωτεύεσαι από την αρχή».
Πώς αποσυμπιέζεται ή αποστασιοποιείται από την αναλυτική πλευρά του εαυτού της που απαιτεί το θέατρο; «Είμαι λάτρης της απλής ζωής. Μια βόλτα στη φύση, μια μπίρα με αγαπημένους ανθρώπους και ουσιαστικές κουβέντες - αυτά είναι για μένα τα συστατικά της ευτυχίας. Την ίδια στιγμή απολαμβάνω και τη μοναχικότητα όμως. Μακριά από τη βαβούρα, ο χρόνος με τον εαυτό μας γίνεται πολύτιμη πολυτέλεια. Βέβαια, ο ίδιος ο χρόνος σπάνια είναι σύμμαχος. Το παράδοξο είναι πως όσο αγαπάς τη ζωή, τόσο πιο μικρές σού φαίνονται οι μέρες της».
Φαίνεται να διαθέτει το πλεονέκτημα να πειραματίζεται ως ηθοποιός με τη σκοτεινότερη πλευρά των μύθων, την πράξη της υποκριτικής σαν μια κατάσταση σωτήριας ευδαιμονίας, τολμώ να της πω, και μου το επιβεβαιώνει: «Με έλκει το σκοτεινό, όχι ως αυτοσκοπός, αλλά επειδή εκεί κρύβεται συχνά η αλήθεια που δεν λέγεται εύκολα. Στον εαυτό μας κυρίως. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να ξυπνάς το πρωί, να σηκώνεσαι και να λες “είμαι καλά”. Να βλέπεις τον κόσμο να καταρρέει και να λες “είμαι καλά”, όχι για να κρυφτείς, αλλά για να μπορέσεις να σταθείς, να βοηθήσεις, να υπάρξεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι αυτή: σε έναν κόσμο που πασχίζει να μην αισθάνεσαι καλά, να επιμένεις. Να πηγαίνεις κόντρα, προς το φως»
Make-up/Hair: Βασιλική Κουτσοθανάση.
Βοηθός φωτογράφου: Ανδρέας Μόργκαν.
Looks: Celebrity Skin.
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Κάνε μας Like στο Fouska.eu και μπες κι εσύ στη Φούσκα! ⇒
Πηγή: www.protothema.gr Αρχική
ΔΕΙΤΕ ΜΑΖΕΜΕΝΑ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΝΤΕΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΣΤΟ TOPIGADI.EU